ξεροχόρταρο

ξεροχόρταρο
και ξερόχορτο, το
1. αποξηραμένο χόρτο
2. φυτό που τα κλαδιά και τα φύλλα του περιέχουν ελάχιστη ποσότητα χυμών
3. βοτ. κοινή ονομασία φυτού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • ξηρόχορτο — το 1. ξερό χορτάρι, ξεροχόρταρο 2. κοινή ονομασία φυτού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”